λαμπροφορώ

λαμπροφορώ
λαμπροφόρεσα, λαμπροφορεμένος, φορώ γιορτινά ρούχα: Λαμπροφορέθηκαν για τη δεξίωση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λαμπροφορώ — (AM λαμπροφορῶ, έω) [λαμπροφόρος] νεοελλ. μσν. φορώ λαμπρά, γιορτινά ενδύματα μσν. διακοσμώ με πολυτέλεια αρχ. 1. φορώ λευκά ρούχα 2. λάμπω («τοσοῡτον... λαμπροφορεῑ ἡ τῶν ἀγγέλων οὐσία», Αθαν.) …   Dictionary of Greek

  • λαμπροφορία — η (AM λαμπροφορία) [λαμπροφορώ] νεοελλ. μσν. 1. το να φορά κάποιος πολυτελή ενδύματα 2. η περιβολή από νεοφώτιστους λευκής εσθήτας κατά την πρώτη εβδομάδα μετά το βάπτισμά τους αρχ. το να φορά κάποιος λευκά ενδύματα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”